καλοκαγαθίας

καλοκαγαθίας
καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία
fem acc pl
καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοκἀγαθίας — καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem acc pl καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КАЛОКАГАТИЯ —     КАЛОКАГАТИЯ (греч. καλοκἀγαθία, τὸ καλὸν κἀγαθόν), термин античной этики, образованный из прилагательных καλός (прекрасный) и ἀγαθός (хороший, добрый) и переводимый как «нравственная красота»; καλός κἀγαθός человек прекрасный, добродетельный …   Античная философия

  • МУЗОНИЙ РУФ ГАЙ —     МУЗОНИЙ РУФ ГАЙ (Caius Musonius Rufus) (1 в. н. Э.), представитель Поздней Стой, учитель Эпиктета.     Родом из этрусского города Вольсинии, из сословия всадников (Tac. Hist. Ill 81; Suda. s. ν. Μουσώνιος Καπίτωνος). Год рождения не позднее… …   Античная философия

  • ομοζηλία — ὁμοζηλία, ἡ (Α) [ομόζηλος] το να έχει κάποιος τον ίδιο ζήλο («ἡ γὰρ ὁμοζηλία τῆς καλοκαγαθίας ἐπέτεινεν... τὴν... ὁμόνοιαν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”